άξιος

άξιος
άξιος , -α, -ο
достойный, способный, искусный;
άξιος! άξιος! — достоин! достоин! Слово это сначала произносится архиереем, а затем поется сослужащими ему священнослужителями и клиром при рукоположении архиереем других лиц в сан дьякона и иерея; а также поется и сонмом архипастырей при наречении и хиротонии нового епископа;
Άξιον Εστίν το — Достойно Есть – известный церковный гимн Богородице, который поется на Божественной Литургии
Этим.
дргр. Изначальное значение слова «равный по достоинству или званию» от άγω «весить». После Гомера слово получило значение «талантливый, достойный»*

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "άξιος" в других словарях:

  • .άξιος — ἄξιος , ἄξιος counterbalancing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀξιός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄξιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄξιος — counterbalancing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… …   Dictionary of Greek

  • άξιος — α, ο, επίρρ. άξια 1. ικανός, κατάλληλος για κάτι: Είναι άξιος να πετύχει και μεγαλύτερα πράγματα. 2. αντάξιος για κάποιον ή για κάτι: Είναι άξιος θαυμασμού για όσα κατόρθωσε. 3. φρ. «άξιος! άξιος!», αναφώνηση επιδοκιμασίας στη χειροτονία… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αξιός — Sp Várdaras Ap Вардар/Vardar makedoniškai Sp Áksijas Ap Αξιός/Aksios graikiškai L u. Makedonijoje ir Š Graikijoje …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • ἀξιώτερον — ἄξιος counterbalancing adverbial comp ἄξιος counterbalancing masc acc comp sg ἄξιος counterbalancing neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιωτάτων — ἄξιος counterbalancing fem gen superl pl ἄξιος counterbalancing masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιωτέρων — ἄξιος counterbalancing fem gen comp pl ἄξιος counterbalancing masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιώτατα — ἄξιος counterbalancing adverbial superl ἄξιος counterbalancing neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»